ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΑΓΑΡΑ**
Παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε στα μέσα Νοεμβρίου, οι θερμοκρασίες είναι, για την εποχή, ανεβασμένες στις περισσότερες περιοχές της χώρας, κάνοντας πολλούς να αναφωνούν «Δόξα τω Θεώ γλυτώνουμε το ξεπάγιασμα». Με την τιμή του πετρελαίου να βρίσκεται στο 1,30 ευρώ το λίτρο,
τους μισθούς να έχουν συρρικνωθεί και την ανεργία να χτυπάει κόκκινο,
μόνο «ουρανοκατέβατα» δεν είναι φαινόμενα όπως της αιθαλομίχλης που
παρουσιάστηκαν πέρυσι.
Και πράγματι, όταν ο άνθρωπος κρυώνει,
δεν θα διστάσει από ανάγκη –πρωτίστως- κι από άγνοια –δευτερευόντως- να
πελεκίσει όποιο δέντρο βρεθεί μπροστά του, να κάψει λάστιχα και βαμμένες πόρτες, μέχρι και κάρβουνο από λιγνίτη.
Η
θέρμανση αποτελούσε πάντοτε για τον άνθρωπο ζήτημα ζωτικής σημασίας. Μια
πολιτική ηγεσία που δεν μπορεί να λύσει ούτε το πιο απλό (μείωση της
τιμής- αύξηση της κατανάλωσης, αλλά αντίθετα σκέφτεται εφαρμογή «δακτύλιου» σε τζάκια και ξυλόσομπες), τι σόι ηγεσία, άραγε, θέλει να λέγεται και είναι;
Στους καιρούς της οικονομικής ανέχειας και της σκληρής πραγματικότητας που διανύουμε, το θέμα λαμβάνει τεράστια περιβαλλοντική έκταση. Τη στιγμή μάλιστα που ζούμε κάτω από το φάσμα της ανέχειας,
η προστασία της φύσης μπαίνει εκτός κάδρου, καθώς προέχουν θέματα όπως
το χρέος, τα μνημόνια, τα νέα μέτρα και βέβαια η ίδια η επιβίωση.
Προσφιλής
συνήθεια εξάλλου στη χώρα μας είναι να ακούγονται φωνές μόνο όταν
έρχονται οι συνέπειες, χωρίς να εξετάζονται τα αίτια, χωρίς να
συνδέονται με το αποτέλεσμα, το ποιος με το τι, το σήμερα με το αύριο. Η
Αριστερά ωστόσο είναι υποχρεωμένη να αναδεικνύει περιπτώσεις όπως τα
μέτρα ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης της ενέργειας, του νερού,
της δημόσιας γης, των συλλογικών λειτουργιών και της απόσπασης κρίσιμων
τομέων της οικονομίας από το κοινωνικό πεδίο και παράλληλα να
τα θέτει στην πρώτη γραμμή της πολιτικής ατζέντας του τόπου. Παρόλο που
πολλοί υποστηρίζουν ότι ήδη το κάνει, κάπου, και με την αγωνία να φανεί
έτοιμη από κάθε πλευρά για τα ηνία της χώρας, συνεχίζει να χωλαίνει.
Καθυστερημένη «ανάπτυξη», καθυστερημένη ευαισθησία
Για
χρόνια ολόκληρα οι σχέσεις Αριστεράς και Οικολογίας ήταν τουλάχιστον
προβληματικές, πράγμα που επιβεβαιώνεται από την ιστορική σχέση των δυο
ρευμάτων.
Η
καθυστερημένη εμφάνιση της περιβαλλοντικής ευαισθησίας, σχετίζεται με
την ιδιότυπη καθυστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας μας, αλλά
και με το γεγονός ότι στην καθημερινότητα και την πραγματικότητα των πολιτών δεν είχαν τεθεί προηγουμένως τέτοια ζητήματα.
Οι αιτίες
που δημιούργησαν την οικολογική κρίση οφείλουν να αναζητηθούν στους
ιστορικούς όρους διαμόρφωσης του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Μέσα
από την εκβιομηχάνιση της χώρας, υπό την αιγίδα και την προτροπή
εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, και την καθιέρωση της αναπαραγωγής
των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής εντός του εθνικού πλαισίου μέσα
από τις μορφές εκμετάλλευσης, συσσώρευσης και ελέγχου των
δυνάμεων εργασίας, εμφανίστηκαν τα φαινόμενα της οικολογικής κρίσης. Η
συσσώρευση χρήσεων, η πύκνωση των ρυπογόνων δραστηριοτήτων, η ληστρική
απομύζηση της φύσης, η υπερκατανάλωση, η μόλυνση, τα απόβλητα και ο
όγκος απορριμμάτων, η αλλοίωση των όρων επιβίωσης, το νέφος και η
ρύπανση ήταν τα αποτελέσματα αυτής.
Οι
άνθρωποι δούλεψαν κι έχτισαν σπίτια και οικοδομές, ξεχέρσωσαν χωράφια
και τα εγκατέλειψαν, άνοιξαν κι έκλεισαν εργοστάσια και μονάδες,
φαραωνικά έργα ορθώθηκαν, χωριά ερημώθηκαν και πόλεις «μπούκωσαν». Ένας σύγχρονος καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός πήρε τη θέση μιας καθυστερημένης κοινωνίας του Μεσοπολέμου.
Τοκογλύφοι άνοιξαν τράπεζες, βιομηχανίες και εργοστάσια αντικατέστησαν
οικογενειακές επιχειρήσεις, το τσιμέντο και το κάγκελο κυριάρχησαν,
αυτοκίνητα πλημμύρισαν τους δρόμους, οι κεραίες «διακόσμησαν» τις
ταράτσες, τα διαμερίσματα γέμισαν ηλεκτρικές συσκευές. Η αποστράπτουσα
επιφάνεια της ευμάρειας κάλυψε κάθε τι άλλο.
Την ίδια
ώρα, οι ιστορικές συνθήκες (πόλεμοι, πολιτική αστάθεια, διώξεις,
παρανομία κ.λπ.) μέσα στις οποίες αναπτύχθηκε η Αριστερά, ήταν
αντιστρόφως ανάλογες προκειμένου να έρθει στο προσκήνιο η οικολογική
προβληματική, ενώ τα ιδεολογικά και θεωρητικά εργαλεία που διέθετε, της στέρησαν την αναγκαία εγρήγορση και ευαισθησία.
Δυο κόσμοι
Ανά τον
κόσμο, η εδραίωση της καπιταλιστικής παραγωγής και εκμετάλλευσης έδωσε,
από την μία πλευρά, απάντηση σε σειρά σημαντικών προβλημάτων που
αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι- διατροφή, ένδυση κ.λπ.- και από την άλλη,
στάθηκε βασικός παράγοντας στην άνθηση της αμερικάνικης οικονομίας, η
οποία αποτέλεσε σαγηνευτικό μοντέλο για τις χώρες της Δύσης. Στο πλαίσιο
αυτό η ανάπτυξη έγινε ο βασικός στόχος, την κεντρική κατεύθυνση της
οποίας κανείς δεν αμφισβήτησε. Έτσι, το καπιταλιστικό σύστημα
ξεπερνούσε τις κρίσεις που το ίδιο γεννούσε και παράλληλα διεύρυνε το
πεδίο επιρροής του. Τα εκρηκτικά περιβαλλοντικά προβλήματα που προκάλεσε
έμειναν στο σκοτάδι, όπως και η εμπέδωση των καπιταλιστικών σχέσεων
παραγωγής και οι αστικές κοινωνικές σχέσεις.
Από την άλλη πλευρά,
στα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής επανάστασης, οι ανάγκες της
καθυστερημένης ΕΣΣΔ έθεσαν σε δεύτερη μοίρα κάθε τι άλλο πέρα από τα
πρωταρχικά ζητήματα (καταπολέμηση πείνας, εξηλεκτρισμός κ.λπ.).
Στο πέρασμα του χρόνου και με την επικράτηση συντηρητικών δυνάμεων η
σοσιαλιστική οικοδόμηση μετατράπηκε εν τέλει, σε πρόβλημα όχι ανατροπής
των κοινωνικοπολιτικών αστικών σχέσεων, αλλά οικονομικής ανάπτυξης και
εκβιομηχάνισης. Η λατρεία της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (ΕΤΕ)
ηγεμόνευσε, ενώ η λογική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων,
αποθεώθηκε, εξωθώντας την περιβαλλοντική κρίση στα άκρα.
Με την περιβαλλοντική κρίση να μαστίζει Ανατολή και Δύση και τα συλλογικά κινήματα να χάνουν την αίγλη τους, κερδίζει χώρο η στροφή προς το ατομικό και το ιδιωτικό, επικρατεί το «απολιτιίκ» και νέες «ευαισθησίες» προβάλλουν στον ορίζοντα. Τα οικολογικά κινήματα κάνουν την εμφάνισή τους και χτίζουν τα θεμέλιά τους πάνω στα ερείπια της Αριστεράς.
Στην
ελληνική περίπτωση, οι βασικές δυνάμεις της Αριστεράς στάθηκαν ξένες
προς την οικολογία. Κι αν το ΚΚΕ εσωτερικού έθετε και μιλούσε για
οικολογία με έναν διφορούμενο λόγο, το ΚΚΕ αγνοούσε επιδεκτικά κάθε τι που είχε να κάνει με αυτή, υποβαθμίζοντας τον μαρξισμό σε μια ιδεολογία του παραγωγισμού και σε λατρεία της ΕΤΕ. Στο πέρασμα των χρόνων, οι δυνάμεις της ανανεωτικής αριστεράς ανέπτυξαν μια έντονη και σημαντική οικολογική προβληματική,
ενώ κατόρθωσαν να συνδεθούν και με οικολογικά κινήματα, αλλά δεν
κατάφεραν ακόμη και σήμερα να παντρέψουν τα δύο ρεύματα προς μια
ανατρεπτική κατεύθυνση.
Το κράτος- διαχειριστής
Σε όλο
τον αναπτυγμένο καπιταλισμό, δεν υπάρχει πολιτική δύναμη, δεξιά ή
αριστερή, ακόμη και μονοπωλιακοί κολοσσοί που να μην έχει ενσωματώσει
στο πρόγραμμά της μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος. Στην
προσπάθεια αυτή, ο καπιταλισμός οικειοποιείται τα επιστημονικά δεδομένα
και τις οικολογικές κατακτήσεις των κινημάτων προκειμένου να
κατασκευάσει ένα νέο «στόρυ» που ως λειτουργία έχει την αποδοχή της προσπάθειας εκείνης που οδηγεί στο νέο κύκλο της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Παράλληλα, κύριο και καθοριστικό ρόλο στην διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης συνεχίζει να παίζει το κράτος και οι μηχανισμοί του.
Ταυτόχρονα, αναδύθηκαν ιδεολογίες ηθικοπλαστικού χαρακτήρα, καθώς και θεωρητικά και ιδεολογικά συμπεράσματα, επιδιώκοντας να προσδώσουν στο πρόβλημα έναν υπερταξικό χαρακτήρα, ανάγοντάς το απλά σε πανανθρώπινο ζήτημα.
Αριστερά και Οικολογία, βίος κοινός
Όσο η
κεφαλαιακή σχέση παραμένει κυρίαρχη και όσο ο οικονομισμός επικρατεί επί
της πολιτικής, το περιβαλλοντικό ζήτημα θα παραμένει ο φτωχός συγγενής
στη φιέστα των οικονομικών σχέσεων.
Ταυτόχρονα,
όσο η διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος και η καταστροφή του δεν
εγγράφεται στην ιστορία των σύγχρονων ταξικών κοινωνιών και δεν
συνάγεται από τις τάσεις που διαμορφώνονται στο εσωτερικό τους,
το πεδίο θα παραμένει ανοιχτό για την ηγεμονία της ιδεολογίας της
κοινωνικής ειρήνευσης, του εξατομικευμένου πολίτη και της
διαχείρισης της περιβαλλοντικής κρίσης από το κράτος. Στην καλύτερη
περίπτωση- στο ενδεχόμενο μιας αυριανής αριστερής κυβέρνησης- τα
περιβαλλοντικά ζητήματα να αποτελέσουν θέμα των αριστερών «ειδικών».
Στο
σημερινό πλαίσιο, Αριστερά και Οικολογία είναι καταδικασμένες να
συμβαδίσουν σε μια κοινή κατεύθυνση συνολικής ανατροπής των
καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Ο ρόλος τους δεν μπορεί να
περιορίζεται σε μια Αριστερά με ολίγη προγραμματική οικολογική
γαρνιτούρα, ούτε σε μια Οικολογία με πολιτικές ευαισθησίες. Η
ισορροπία ανάμεσα σε μια αερολογία «εναλλακτισμού» από τη μια μεριά και
σε μια «ρεαλ»- τεχνοκρατική προσέγγιση από την άλλη, αδυνατεί να ανοίξει
έναν νέο ορίζοντα μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Χρέος της Αριστεράς είναι να μετατρέψει με κινηματικούς όρους το οικολογικό αίτημα σε κοινή υπόθεση και να το εντάξει στην προοπτική ενός νέου τρόπου ζωής.
Χρέος της είναι να μιλήσει για πλήρη οικολογικό έλεγχο και αλλαγή του
κυρίαρχου ορθολογισμού που ξεκινά από την προσφορά, την πώληση και
τείνει στην οργάνωση της παραγωγικής δραστηριότητας με βάση τις
ανθρώπινες ανάγκες.
Το μέλλον δεν προκατασκευάζεται με προγράμματα και ντιρεκτίβες, ούτε με όμορφα λόγια. Το
μέλλον ενυπάρχει μέσα στις αντιφάσεις του παρόντος. Υποχρέωση των
αριστερών δεν είναι να σχεδιάσουν, αλλά να αναδείξουν τα αδιέξοδα και
τις απελευθερωτικές δυνάμεις που μάχονται στην σημερινή βαρβαρότητα.
Με λόγο κριτικό και αυτοκριτικό, με ακριβείς, συγκεκριμένες,
επιστημονικές προσεγγίσεις και με ισχυρές δόσεις κοινωνικής
ανιδιοτέλειας και κοινωνικού αλτρουισμού να αποδείξουν πως η Αριστερά
όχι μόνο μπορεί να χαράξει έναν άλλο δόμο διεξόδου από την κρίση, αλλά
κι ότι μπορεί να προωθήσει τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
*Μέλος Ο.Μ. ΣΥΡΙΖΑ Κοζάνης