Η απάντηση φαντάζει ενδεχομένως προφανής. Η πλειοψηφία των συμπολιτών μας,
κυρίως στη Δυτική Μακεδονία, θα προτιμούσε μια αποτελεσματική αγορά ηλεκτρικής
ενέργειας αλλά και μια ΔΕΗ με έντονα δημόσιο χαρακτήρα. Μέχρι σήμερα,
καταφέραμε μόνο το πρώτο. Να έχουμε μια
ΔΕΗ μερικώς ιδιωτικοποιημένη αλλά κάτω από κρατικό έλεγχο. Παραμένει όμως
κυρίαρχο το έτερο ζητούμενο. Η αναγκαιότητα μιας εθνικά αποτελεσματικής αγοράς
ηλεκτρικής ενέργειας.
Μια αποτελεσματική αγορά
ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι ιδεολόγημα αλλά προσδιορίζεται μέσα από συγκεκριμένα και αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά:
- Παρέχει ηλεκτρική ενέργεια με καθολικό τρόπο και χωρίς αποκλεισμούς στο σύνολο της επικράτειας
- Το κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές δεν ρυθμίζεται αυθαίρετα στα υπουργικά συμβούλια αλλά αντανακλά το πραγματικό κόστος ηλεκτροπαραγωγής, μεταφοράς και διανομής
- Μια αποτελεσματική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ακριβώς λόγω της προαναφερόμενης ορθολογικής διαχείρισης των τιμολογίων, δημιουργεί το οικονομικό απόθεμα ώστε να απορροφά χωρίς προβλήματα τα χαμηλά τιμολόγια των ευάλωτων καταναλωτών και να περιορίζει την ενεργειακή φτώχεια
- Διαθέτει και αναπτύσσει το βέλτιστο δυναμικό παραγωγής ενέργειας και ισχύος, χωρίς να επιβαρύνει τους καταναλωτές με πλεονάζουσες και αλόγιστες επενδύσεις
- Στηρίζει τη βιομηχανική παραγωγή, πρακτικά τις θέσεις εργασίας των συμπολιτών μας και την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας, με τη βοήθεια των μονάδων βάσης οι οποίες καταγράφουν το χαμηλότερο κόστος παραγωγής
- Προωθεί και ενσωματώνει τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας, όπως τις ΑΠΕ για παράδειγμα, με λελογισμένο τρόπο και χωρίς να επιβαρύνει τους καταναλωτές με ανερμάτιστα υψηλές εγγυημένες τιμές
- Διαθέτει τη μέγιστη δυνατή διασπορά ενεργειακών πηγών και προμηθευτών, χωρίς να αποκλείει συγκεκριμένα καύσιμα (πχ λιθάνθρακα σήμερα ή φυσικό αέριο πριν από χρόνια), επειδή έτσι το υπαγόρευσαν οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες του κάθε υπουργού ή οι ανήκουστες φιλοδοξίες των συνδικαλιστών να διαμορφώνουν την ενεργειακή πολιτική μιας ολόκληρης χώρας
- Μια αποτελεσματική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μετακυλύει τις χαμηλές τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς στους καταναλωτές, δεν συντηρείται με διοικητικά επιβαλλόμενες χρεώσεις και δεν καρπώνεται υπεραξίες καυσίμων ή τεχνολογιών σε βάρος των καταναλωτών
- Δεν ανέχεται, εν έτη 2014, το απαράδεκτα υψηλό κόστος χρήσης πετρελαίου για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στα νησιά, χρεώνοντας τους καταναλωτές με σχεδόν 500 εκ ευρώ ετησίως
- Προωθεί τον ανταγωνισμό, στηρίζει τη βιωσιμότητα των επενδύσεων και αμείβει την αναγκαιότητα ύπαρξης εφεδρειών παραγωγής. Αποφεύγει όμως τον παραλογισμό να αμείβει με Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) τις λιγνιτικές μονάδες, σήμερα της ΔΕΗ και αύριο ενδεχομένως των ιδιωτών, μεταφέροντας το κόστος και πάλι στους καταναλωτές
- Σε μια αποτελεσματική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, οι καθετοποιημένες εταιρείες με μεγάλο χαρτοφυλάκιο και ακριβώς λόγω της στρατηγικής σημασίας της ενέργειας για τις εθνικές οικονομίες, δεν είναι δόκιμο να συγχρονίζονται ή να ταυτίζονται με το κατά περίπτωση εθνικό κίνδυνο χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο ότι η χρηματοδότηση της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαιδα V, «ξεπάγωσε» μόνο μετά τα όποια θετικά μηνύματα των αγορών απέναντι στην πορεία της χώρας μας. Το υψηλό «country risk» της Ελλάδας συμπαρέσυρε και την πιστοληπτική αξιοπιστία τη ΔΕΗ. Με άλλα λόγια, «όταν μπλέκεις με τα πίτουρα» είναι εύκολο αλλά ενδεχομένως και άδικο να «σε φάνε οι κότες».
Με εξαίρεση την καθολικότητα
παροχής, η εγχώρια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι σήμερα κάθε άλλο παρά
αποτελεσματική. Διαθέτουμε μια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η οποία, κάτω από
έντονα κρατικό παρεμβατισμό, δεν διαμόρφωσε το βέλτιστο μίγμα καυσίμων και
τεχνολογιών, διόγκωσε μια πλασματική αγορά ΑΠΕ, δεν έχει την ευελιξία να
στηρίξει τη βιομηχανική παραγωγή και ανέδειξε τη ΔΕΗ ως τον αποτελεσματικότερο
φοροεισπρακτικό μηχανισμό σε εθνικό επίπεδο.
Σε απάντηση όλων αυτών και μετά
από μια δεκαπενταετία παλινωδιών, κοντόφθαλμων, συμβιβαστικών και άτολμων επιλογών
αλλά και απίθανων σεναρίων όπως τα περιβόητα
swaps, προωθείται από την πλευρά του ΥΠΕΚΑ ο κάθετος ανταγωνισμός, η αποκαθήλωση
της μεγάλης ΔΕΗ, η δημιουργία παράλληλων
«μικρών» ΔΕΗ και πώληση της ΑΔΜΗΕ για καθαρά δημοσιονομικούς λόγους.
Και όλα αυτά, σε συνθήκες παρατεταμένης ύφεσης,
με τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας να κινείται σε χαμηλά επίπεδα και με την
Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ) να παραπέμπει ουσιαστικά σε μια σχεδόν ανύπαρκτη
αγορά. Και κυρίως, σε ένα περιβάλλον όπου συνεχίζεται η αδυναμία εύρεσης
χρηματοδοτήσεων και χωρίς να αμβλύνεται το υψηλό κόστος δανεισμού.
Από την άλλη μεριά, είναι ακατανόητο
το γεγονός ότι η δημιουργία μιας
καθετοποιημένης ανταγωνιστικής
αγοράς δεν επιχειρήθηκε το 2002 για
παράδειγμα, σε μια εποχή υψηλής και αυξανόμενης
ζήτησης ενέργειας, σε μια
εποχή εύκολης πρόσβασης σε φθηνή
χρηματοδότηση, σε μια εποχή που οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες
θα ευνοούσαν την επιτυχία ενός παρόμοιου εγχειρήματος. Δυστυχώς, στην
περίπτωση της Ενέργειας δεν ισχύει το «κάλιο αργά παρά ποτέ».
Η εγχώρια αγορά ηλεκτρικής
ενέργειας κουβαλάει και αναπαράγει στρεβλώσεις δεκαετιών, βιώνει σήμερα
συνθήκες που θυμίζουν «ενεργειακή φουρτούνα». Όμως, σε συνθήκες φουρτούνας
είναι τουλάχιστον επικίνδυνο να προσπαθείς να υποκαταστήσεις το μεγάλο, ενδεχομένως
δυσκίνητο, αλλά διαχρονικά αξιόπιστο και
δοκιμασμένο καράβι που λέγεται ΔΕΗ με
«μικρές» βαρκούλες.
Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να
χαθούν και το καράβι και οι βαρκούλες.
Ευάγγελος Καρλόπουλος
Χημικός Μηχανικός