Άρθρο του Δημήτρη Καζάκη για την κρίση και το χρέος
Η προηγούμενη Πέμπτη, 6 Μαΐου, που ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος η παράδοση της χώρας στο μηχανισμό κατοχής της ΕΕ και του ΔΝΤ, θα καταγραφεί στην ιστορία με τα μελανότερα χρώματα. Όπως έχει ήδη καταγραφεί στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, που γνωρίζει τι σημαίνει αυτή η παράδοση. Ενώ όλοι εκείνοι που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν τη βρώμικη δουλειά ελπίζοντας είτε σε κάποια θέση στο νέο καθεστώς κατοχής, είτε σε κάποιο κομμάτι από τη λεία, δεν έχουν καταλάβει ακόμη ότι οδηγώντας την χώρα στην καταστροφή έχουν ήδη καταστρέψει του εαυτούς τους. Η ιστορία δεν ανέχεται αυτουργούς ή μάρτυρες βρώμικων πράξεων. Κι αυτό θα το αντιληφθούν όλοι τους πολύ γρήγορα.
Τι ισχυρίστηκε ο πρωθυπουργός στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα; «Δεν άκουσα και δεν έχει ακούσει κανένας εναλλακτική λύση. Πολύ θα το θέλαμε. Πείτε, εξηγήστε τι θα συμβεί αν χρεοκοπήσει η χώρα, αν κηρύξει στάση πληρωμών. Τι θα γίνει με τους μισθούς και τις συντάξεις, που όλοι κοπτόμαστε, κατά τα άλλα; Τι θα γίνει, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, με ένα κράτος που δεν μπορεί να δώσει τίποτα; Τι θα γίνει με τις καταθέσεις των κόπων του ελληνικού λαού σε μια οικονομία που θα καταρρεύσει;» (Βουλή, 6/4)
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο κ. Παπακωνσταντίνου: «Το πρόγραμμα το οποίο προτείνουμε σήμερα στους Έλληνες πολίτες, δεν είναι εύκολο, είναι δύσκολο και για πολλούς πολίτες είναι οδυνηρό. Μπορούσαμε να το είχαμε αποφύγει; Θα μπορούσαμε να είχαμε επιχειρήσει να συνεχίσουμε μόνοι μας, να κηρύξουμε μόνοι μας πτώχευση και στάση πληρωμών. Μάλιστα είναι μια επιλογή που προτείνεται από διάφορες μερίδες. Να πούμε «δεν έχω να πληρώσω» και να βάλουμε τη χώρα σε μια δεκαετία ύφεσης και απόλυτης εξαθλίωσης, ιδιαίτερα των πιο φτωχών στρωμάτων του πληθυσμού. Η Κυβέρνηση επέλεξε να μη βιώσει η χώρα αυτήν την εμπειρία.» (Βουλή, 6/4)
Δεν περιμένουμε από τον κ. Παπανδρέου να αναγνωρίσει εναλλακτικές λύσεις. Ποτέ κυβερνήτης αυτού του τόπου δεν αναγνώρισε ότι υπάρχει εναλλακτική πορεία από τον καταστροφικό μονόδρομο που έχει επιλέξει. Άλλωστε ο κ. Παπανδρέου έχει αποδείξει σ’ όλη την πολιτική του θητεία ότι αδυνατεί να αντιληφθεί οτιδήποτε υπερβαίνει τις εκάστοτε εντολές έξωθεν και άνωθεν. Ούτε βέβαια θα περιμέναμε τίποτε καλύτερο από έναν υπουργό οικονομικών, ο οποίος αδυνατεί να αντιληφθεί ότι εκπροσωπεί κυρίαρχο κράτος και δεν είναι πλέον υπάλληλος της ΕΕ και του ΔΝΤ. Είναι δύσκολο να βρει κανείς στη νεότερη πολιτική ιστορία του τόπου πιο ανεύθυνο και ευφάνταστο υπουργό οικονομικών από τον σημερινό, που μόνο με τις δηλώσεις του, περί «τιτανικού», περί επενδυτών που «θα χάσουν το πουκάμισό τους» αν επενδύσουν κατά της Ελλάδας και άλλα τέτοια φαιδρά έφεραν – σκοπίμως ή μη θα το δείξει η ιστορία – τις αγορές σε παροξυσμό εκθέτοντας τη χώρα στις πιο άγριες κερδοσκοπικές πιέσεις.
Όλο αυτό το διάστημα, κάθε κίνηση της κυβέρνησης για την «αποκατάσταση της αξιοπιστίας μας στις αγορές» στοίχισε πανάκριβα στη χώρα και το λαό της. Ποιος θα λογοδοτήσει για τα 13 δις ευρώ που έχει στοιχίσει η πολιτική της κυβέρνησης μέχρι σήμερα μόνο από τα αυξημένα επιτόκια δανεισμού; Ο Μπάμπης; Ποιος θα κληθεί να τα πληρώσει; Φυσικά, όπως πάντα, το γνωστό υποζύγιο, ο Έλληνας εργαζόμενος, ο Έλληνας μικρομεσαίος, ο Έλληνας συνταξιούχος.
Μόνο που αυτή τη φορά οι Έλληνες εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, επαγγελματίες, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, δεν καλούνται απλά να πληρώσουν το μάρμαρο, αλλά να αποδεχτούν την επίσημη υποθήκευση της χώρας τους από την ΕΕ και το ΔΝΤ για να κερδίσουν οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες, οι διεθνείς τοκογλύφοι και κερδοσκόποι που κατέχουν τα ελληνικά ομόλογα. Δεν φτάνει που την τελευταία δεκαετία ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει κυριολεκτικά από το υστέρημά του μιάμιση φορά το τρέχον δημόσιο χρέος, με το καθεστώς κατοχής που εισήγαγε η κυβέρνηση προβλέπεται μέσα στην επόμενη τριετία να το πληρώσει εξολοκλήρου άλλη μια φορά! Και παρόλα αυτά το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί μέσα στην τριετία περίπου κατά 100 δις ευρώ. Αυτό είναι που υπόσχεται η κυβέρνηση στον ελληνικό λαό.
Όταν ο πρωθυπουργός δήλωσε στο υπουργικό συμβούλιο της 3ης Μαΐου ότι «η αποφυγή της χρεοκοπίας είναι η εθνική κόκκινη γραμμή», δεν σκεφτόταν το εθνικό συμφέρον της χώρας, αλλά το συμφέρον των τραπεζών, των τοκογλύφων και των κερδοσκόπων. Σκεφτόταν επίσης και «τη σταθερότητα του κοινού μας νομίσματος, τη σταθερότητα της Ευρώπης», όπως δήλωσε ο ίδιος μετά την άτυπη σύνοδο στις 7 Μαΐου. Όποιος έχει παρακολουθήσει τα σημειώματά μας γνωρίζει πια πολύ καλά, βήμα το βήμα, τον δρόμο που επέλεξε να ακολουθήσει η κυβέρνηση για να εξυπηρετήσει, αφενός, τους διεθνείς κερδοσκόπους και, αφετέρου, τη «διάσωση του ευρώ».
Όταν λοιπόν ο πρωθυπουργός και οι δικοί του εκφράζουν την αγωνία τους για «αποφυγή της χρεωκοπίας», δεν εννοούν την δεδομένη πτώχευση της χώρας, αλλά τη διασφάλιση με κάθε μέσο και τρόπο των τεράστιων υπερκερδών που προσδοκούν να απομυζήσουν από τη χώρα οι αγορές. Έστω κι αν χρειαστεί να ξεπουληθεί ολόκληρη η χώρα, να καταστραφεί και να πολτοποιηθεί από τον «μηχανισμό στήριξης» της ΕΕ και του ΔΝΤ. Έτσι πιστεύουν οι ευρωκρατούντες ότι θα συγκρατήσουν το ευρώ, που μέρα με τη μέρα η επιβίωσή του γίνεται όλο και πιο προβληματική και αμφίβολη.
Το βασικό δηλαδή για όλους αυτούς είναι να επιβιώσει, κακήν κακώς, το ευρώ. Όσο για το αν θα επιβιώσει η Ελλάδα, όπως και η Πορτογαλία, η Ισπανία, κοκ, τους ενδιαφέρει μόνο στον βαθμό που θίγεται η κερδοφορία των μεγάλων τραπεζών και των αγορών. Αυτό έρχεται να εξασφαλίσει ο «μηχανισμός στήριξης» της ΕΕ και του ΔΝΤ. Πώς δηλαδή μέσα από την επίσημη πτώχευση της Ελλάδας, αλλά και των άλλων χωρών της ευρωζώνης σε παρόμοια κατάσταση, θα επιβιώσουν οι μεγάλες τράπεζες, οι αγορές των «ανοιχτών συνόρων» και το ευρώ.
Και μιλάμε για δεδομένη πτώχευση της χώρας, όχι μόνο γιατί οι αγορές την θεωρούν ως τέτοια και ποντάρουν σ’ αυτήν, αλλά κυρίως γιατί ο ίδιος ο χαρακτήρας του προγράμματος «στήριξης» της ΕΕ και του ΔΝΤ το εξασφαλίζει. Κι αυτό γιατί τα 110 δις ευρώ που υπόσχεται – στο βαθμό που θα δοθούν – όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της πλήρους αδυναμίας αποπληρωμής του χρέους, αλλά το επιδεινώνουν. Πρόκειται στην ουσία για πρόσθετο δανεισμό της χώρας με όρους και προϋποθέσεις επαχθείς. Γι’ αυτό τον λόγο και ο κ. Παπακωνσταντίνου έφερε την τροπολογία στη Βουλή, που του δίνει εν λευκώ εξουσιοδότηση να κλείνει συμβάσεις με την «τρόικα» δίχως να είναι υποχρεωμένος να τις φέρνει στο κοινοβούλιο και να αποκαλύπτει έτσι το περιεχόμενό τους.
Όμως αυτό που σίγουρα εξασφαλίζει την επίσημη πτώχευση της χώρας είναι οι ίδιοι οι όροι του προγράμματος, που αντί να ανασυντάσσουν με κάποιο τρόπο τα οικονομικά της χώρας, την καταδικάζουν στη χειρότερη ύφεση της μεταπολεμικής ιστορίας της. Ο Ντάνιελ Γκρος, διευθυντής του Κέντρου Μελετών για Ευρωπαϊκές Πολιτικές, ενός ινστιτούτου που χρηματοδοτείται από τις μεγαλύτερες τράπεζες της ΕΕ και την ίδια την Κομισιόν, εκτίμησε πρόσφατα ότι για κάθε 1% μείωση του ΑΕΠ της Ελλάδας σε κρατικές δαπάνες, η συνολική ζήτηση της χώρας πέφτει κατά 2,5% του ΑΕΠ. Αν λοιπόν η κυβέρνηση μειώσει πράγματι τις δαπάνες κατά 15% του ΑΕΠ, το αρχικό σοκ στη ζήτηση μπορεί να υπερβεί το 30% του ΑΕΠ. Ανάλογες εκτιμήσεις κάνουν σχεδόν όλοι οι διεθνείς αναλυτές που βλέπουν την πτώση του ΑΕΠ της χώρας για την τριετία ανάμεσα στο 25 και στο 37%. Αυτό σημαίνει εκτίναξη της επίσημης ανεργίας στο 30% και αντίστοιχη πτώση του καθαρού τζίρου της αγοράς με πάνω από τα 2/3 των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να κλείνουν. Τα δεδομένα αυτά θα σημάνουν αναπόφεχτα δημοσιονομική κατάρρευση και μια μακροχρόνια ύφεση, που πολλοί εκτιμούν ότι ίσως να μην είναι αντιστρέψιμη.
Αυτό έκανε τον Σάϊμον Τζόνσον, οικονομικό σύμβουλο του ΔΝΤ και του προέδρου των ΗΠΑ να γράψει στις 7 του μηνός ότι: «η Ελλάδα πρέπει να καταλήξει σε μια αναδιάρθρωση του χρέους. Το πρόγραμμα του ΔΝΤ το κάνει ολοφάνερο – πώς είναι δυνατό η Ελλάδα να πραγματοποιήσει ένα σύνολο από 19% του ΑΕΠ σε περικοπές, μόνο και μόνο για να καταλήξει με 149% του ΑΕΠ σε χρέος και έναν λογαριασμό στο διηνεκές για να πληρώνει στους Γερμανούς, Γάλλους και άλλους ξένους ομολογιούχους περίπου το 10% του ετήσιου εισοδήματος μόνο και μόνο για να καλύπτει τους τόκους;»
Το συμπέρασμα είναι απλό και το εξέφρασε καθαρά η Στέφανι Φλάντερς του BBC στις 6 του μηνός: «Στην πράξη, βλέποντας το οικονομικό πρόγραμμα με το οποίο συμφώνησε η Ελληνική κυβέρνηση, πολλοί βετεράνοι παλιότερων κρίσεων χρέους θα έλεγαν ότι μια αναδιάρθρωση του χρέους είναι μόνο ζήτημα χρόνου.»
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε εκατοντάδες ανάλογες εκτιμήσεις από κάθε είδους αναλυτή της διεθνούς αγοράς, των τραπεζών και των θεσμικών επενδυτών, που καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα: η αναδιάρθρωση του χρέους της χώρας είναι ζήτημα χρόνου! Γι’ αυτό και η αγορά φέρεται αδυσώπητα απέναντι στην Ελλάδα ώστε οι κερδοσκόποι ομολογιούχοι να ισχυροποιήσουν τη θέση τους σε αναμονή μιας αναδιαπραγμάτευσης, που πάντα προηγείται της αναδιάρθρωσης του χρέους.
Τι είναι όμως αναδιάρθρωση του χρέους;
Αναδιάρθρωση του χρέους γίνεται όταν μια χώρα δηλώνει επίσημα ότι αδυνατεί να πληρώσει του δανειστές της και προχωρά σε πτώχευση. Προηγείται ένας κύκλος διαπραγματεύσεων με τους δανειστές ομολογιούχους. Συνήθως οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκινούν πριν καν η χώρα δηλώσει επίσημα πτώχευση και προχωρήσει σε στάση πληρωμών. Όπως ακριβώς κάνει σήμερα και η Ελληνική κυβέρνηση, η οποία εδώ και ένα μήνα έχει προσλάβει ξένους διαμεσολαβητές, όπως την εταιρεία Lazard, που ειδικεύονται στην αναδιαπραγμάτευση και αναδιάρθρωση του χρέους.
Τι αφορούν αυτές οι διαπραγματεύσεις;
Πρώτα και κύρια την αντικατάσταση των ομολόγων που έχουν ήδη στα χέρια τους οι δανειστές του ελληνικού κράτους με νέα μακρύτερης διάρκειας και διαφορετικής αξίας. Με τον τρόπο αυτό το κράτος δεν απαλλάσσεται από το χρέος του, απλά προσπαθεί να το μεταθέσει για αργότερα, γιατί στην παρούσα φάση αδυνατεί να πληρώσει. Φυσικά αυτό δεν γίνεται με το αζημίωτο. Οι ομολογιούχοι για να συμφωνήσουν να ανταλλάξουν τις αξίες που κρατούν με τις νέες αξίες που προσφέρει το κράτος, ζητούν μεγάλες αποζημιώσεις και πολλά ανταλλάγματα. Έτσι μια τέτοια διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους καταλήγει όχι απλά να μεταθέτει το πρόβλημα του χρέους, αλλά αυξάνει σημαντικά και το κόστος της εξυπηρέτησής του.
Ορισμένες φορές, κυρίως μετά από παρέμβαση του ΔΝΤ, εκτιμάται ότι το χρέος είναι τόσο μεγάλο που το κράτος αδυνατεί να το πληρώσει ακόμη κι αν το μετατεθεί στο αόριστο μέλλον. Τότε, μετά πάντα από συμφωνία με τους ομολογιούχους, το κράτος εκδίδει νέα ομόλογα με μειωμένη αξία έναντι των παλιών. Έτσι η Αργεντινή εξέδωσε νέα ομόλογα το 2003 προς αντικατάσταση των παλαιών, στο 30% της αξίας που είχαν τα παλιά. Με αυτόν τον τρόπο διαγράφεται ένα μέρος των χρεών της χώρας και συνεχίζει να αποπληρώνει το υπόλοιπο.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ευνοείται η χώρα.
Κι αυτό γιατί εξαρτάται από το σε ποια χέρια βρίσκονται τα νέα ομόλογα, τι αποζημιώσεις και ανταλλάγματα ζητούν οι κάτοχοι ομολόγων. Στην περίπτωση της Αργεντινής για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι υπήρξε μια σημαντική διαγραφή χρεών της τάξης του 70%, το υπόλοιπο 30% βρέθηκε στα χέρια των πιο αδίστακτων επενδυτικών κεφαλαίων που ονομάζονται γύπες. Αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια συνέχισαν όλα αυτά τα χρόνια να πιέζουν την Αργεντινή ζητώντας τεράστιες αποζημιώσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί φέτος η Αργεντινή ξανά στο δανεισμό από τη διεθνή αγορά ομολόγων, με επιτόκια που ξεπερνούν το 15%, σε μια προσπάθεια να βρει τα χρήματα για να αποζημιώσει τους γύπες ομολογιούχους. Έτσι μια εντυπωσιακή μονομερής διαγραφή χρέους, η πιο σημαντική των τελευταίων χρόνων, έκλεισε άδοξα με τη χώρα να ξαναπέφτει στα χέρια των διεθνών τοκογλύφων.
Με την τακτική της η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη καταφέρει να κερδίσουν τα επενδυτικά κεφάλαια γύπες μια καλή θέση στην αγορά του ελληνικού χρέους. Κι έτσι να έχουν καθοριστικό λόγο στις διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους. Η χώρα ουσιαστικά βρίσκεται στο έλεός τους, χωρίς καμμιά δυνατότητα αντίδρασης, καθώς είναι υποταγμένη στο καθεστώς κατοχής της ΕΕ και του ΔΝΤ. Έτσι μια διαπραγμάτευση σήμερα με τους ξένους ομολογιούχους του ελληνικού χρέους σημαίνει οικιοθελή παράδοση της χώρας στους εκδοροσφαγείς της.
Όπως είμαστε σήμερα κάθε επιχείρηση διαπραγμάτευσης του χρέους θα οδηγήσει αναγκαστικά σε όλο και ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις, σε χειρότερους εκβιασμούς από τις αγορές και κυρίως από όλους εκείνους τους κερδοσκόπους που ξέρουν πώς να εκμεταλλεύονται μια χώρα υπό χρεωκοπία. Σ’ αυτήν την αναδιαπραγμάτευση του χρέους σέρνεται ήδη και η κυβέρνηση, αφού πρώτα τσακιστεί κάθε αντίσταση ή αντίρρηση μέσα από το ξεπούλημα της χώρας. Κι επομένως δεν μπορεί να αποτελεί αίτημα του λαού, ούτε λύση για το χρέος.
Στο κάτω-κάτω της γραφής ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι έχουμε μια κυβέρνηση που προτάσσει το συμφέρον της χώρας και του λαού, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Τι είναι εκείνο που θα αναγκάσει τους δανειστές να καθίσουν στο τραπέζι και να διαπραγματευτούν λύσεις επωφελείς για τη χώρα και το λαό της; Μήπως η καλή τους θέληση; Μάλλον αστείο ακούγεται. Μήπως θα τους εξαναγκάσει η ΕΕ και το ΔΝΤ; Μα οι μεγαλύτεροι δανειστές του ελληνικού δημοσίου είναι οι τράπεζες της ευρωζώνης και των ΗΠΑ.
Τι όπλο διαθέτει ένα κράτος για να εκβιάσει ή να πιέσει τους δανειστές του, ιδίως όταν πρόκειται για διεθνείς τοκογλύφους και κερδοσκόπους;
Μόνο ένα: την άρνηση της πληρωμής του χρέους. Το γεγονός αυτό το ξέρουν πολύ καλά πρώτα και κύρια οι εκπρόσωποι του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό και όταν στη δεκαετία του ’80 οι χώρες της Λατινικής Αμερικής είχαν βρεθεί σε μια παρόμοια κρίση χρέους και κινδύνευαν κυρίως οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ, αλλά και διεθνώς, να υποστούν μεγάλες ζημιές από μια ενδεχόμενη παύση πληρωμών, ο Κίσινγκερ τότε έτρεξε και ξεκαθάρισε τη στρατηγική που έπρεπε να ακολουθηθεί για να «διασωθεί η παγκόσμια οικονομία» του κεφαλαίου: «Το πρώτο βήμα είναι να αλλάξουμε το πλαίσιο διαπραγμάτευσης, πρέπει να αφαιρεθεί από τους οφειλέτες – στο βαθμό που είναι δυνατό – το όπλο της παύσης των πληρωμών. Οι βιομηχανικές δημοκρατίες χρειάζεται επειγόντως να προσφέρουν κάποιο είδος κρατικής βοήθειας έκτακτης ανάγκης προς τα απειλούμενα πιστωτικά ιδρύματα. Αυτό θα μειώσει τόσο την αίσθηση πανικού, όσο και τη δυνατότητα των οφειλετών να εκβιάζουν.» (Newsweek, 24/1/1983)
Μετά από πολλές πιέσεις όλες οι υπερχρεωμένες χώρες της λατινικής Αμερικής ακολούθησαν τον δρόμο που ήθελε ο Κίσινγκερ. Αποδέχτηκαν δηλαδή τις διάφορες βοήθειες έκτακτης ανάγκης και προχώρησαν σε αναδιαπραγμάτευση του χρέους αντί να αρνηθούν μονομερώς να το πληρώσουν όπως απαιτούσαν τα λαϊκά κινήματα σ’ αυτές τις χώρες. Το αποτέλεσμα ήταν οι χώρες αυτές μετά από σχεδόν δυο δεκαετίες άγριας λιτότητας, μαζικής εξαθλίωσης του πληθυσμού και καταστροφής βρέθηκαν με υπερδιπλάσια δημόσια χρέη από την εποχή της αναδιαπραγμάτευσης τη δεκαετία του ’80. Αυτό έχει κάνει όλους τους λαούς στη Λατινική Αμερική σήμερα να μην θέλουν ούτε να ακούσουν για διαπραγμάτευση του χρέους. Παραμένουν ασυμβίβαστοι στο βασικό τους αίτημα: εδώ και τώρα μονομερής άρνηση της πληρωμής του χρέους, καμμιά κηδεμονία από το ΔΝΤ.
Σε άλλες χώρες κατάφεραν να το επιβάλουν όπως στη Βενεζουέλα το 2001, την Αργεντινή το 2003, τη Βολιβία το 2004, το Εκουαδόρ το 2008, κ.ο.κ, ενώ αλλού ο αγώνας ακόμη συνεχίζεται. Όπου το κατάφεραν οι χώρες κατόρθωσαν να πατήσουν στα πόδια τους, άρχισαν μια νέα πορεία, έστω κι αν δεν έχουν κατορθώσει να λύσουν ακόμη τα προβλήματά τους, έστω κι αν υπάρχουν κάπου-κάπου πισωγυρίσματα. Σε κάθε περίπτωση όμως γλύτωσαν την οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην οποία είχαν καταδικαστεί.
Τι σημαίνει όμως άρνηση της πληρωμής του χρέους;
Η κυβέρνηση επίσημα επιχειρεί να το ταυτίσει με την πτώχευση της χώρας, που έτσι ή αλλιώς προετοιμάζει. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Άρνηση της πληρωμής του χρέους εδώ και τώρα, σημαίνει άμεση παύση πληρωμών προς τους δανειστές.
Με απλά λόγια γλυτώνουμε τα 8 με 11 δις ευρώ που έχουμε να πληρώσουμε στις 19 Μαΐου και για τα οποία η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα σκληρά μέτρα που ζήτησε η «τρόικα». Γλυτώνουμε τα πάνω από 80 δις ευρώ που είμαστε αναγκασμένοι να καταβάλουμε κάθε χρόνο στους δανειστές μας και για τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να δανειζόμαστε συνεχώς διογκώνοντας το δημόσιο χρέος.
Μα δεν θα έχουμε λεφτά να πληρώσουμε μισθούς και συντάξεις, ισχυρίζεται η κυβέρνηση. Ψέματα. Το 97% όσων δανειστήκαμε την τελευταία δεκαετία πήγαν στην εξυπηρέτηση παλιότερων δανείων. Μόλις το 3% κάλυψε ελλείμματα του δημοσίου. Δεν δανειζόμαστε δηλαδή για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις, αλλά για να πληρώνουμε παλιότερα δάνεια. Αυτή είναι η αλήθεια.
Μόνο με την πτώχευση και την παύση πληρωμών που ετοιμάζει η κυβέρνηση και οι πάτρωνές της δεν θα πληρώνονται μισθοί και συντάξεις. Μόνο με την πολιτική που ακολουθείται σήμερα είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα καταντήσουμε σαν την Ιρλανδία που οι περιοριστικές πολιτικές που της επιβλήθηκαν την ανάγκασαν μετά την περικοπή του 13ου και 12ου μισθού να πληρώνει τους δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους κάθε δεύτερο ή τρίτο μήνα. Μόνο με αυτή την πολιτική θα βρεθεί στην ανάγκη η κυβέρνηση να δεσμεύσει τις λαϊκές καταθέσεις στις τράπεζες, όπως έγινε στην Αργεντινή, προκειμένου να περισώσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας το οποίο βρίσκεται ένα μόλις βήμα πριν την χρεωκοπία.
Αντίθετα, γλυτώνοντας από τον φόρο αίματος που πληρώνει η χώρα στους δανειστές, ο οποίος το 2009 έφτασε στο 35% του ΑΕΠ, όχι μόνο μπορούμε να συνεχίσουμε να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις, αλλά και με τους πόρους που θα περισώσουμε μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια γενναία αναδιανομή εισοδημάτων προς όφελος πρώτα και κύρια των μισθωτών και συνταξιούχων. Κι αυτό όχι μόνο ή απλά για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, ή βελτίωσης του επιπέδου της ζωής τους, αλλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να ξεκινήσει μια αληθινή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Μα δεν θα μπορούμε να δανειστούμε για να καλύψουμε το έλλειμμα του κράτους.
Είναι αλήθεια ότι με την άρνηση της χώρας να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της, δεν θα μπορέσει ξανά να βγει στη διεθνή αγορά ομολόγων για να δανειστεί. Αυτό όμως δεν είναι κακό, αλλά καλό. Αλλοίμονο αν η χώρα χρειάζεται να δανείζεται από τη διεθνή κερδοσκοπία, τότε το παιχνίδι το έχει χάσει από χέρι. Όπως είπαμε, αν φύγει η εξυπηρέτηση των δανείων, οι πραγματικές δανειακές ανάγκες της χώρας είναι ασήμαντες. Κάλλιστα μπορεί να τις καλύψει από το εσωτερικό με όπλο το δικό της εθνικό νόμισμα, όπως έκανε για δεκαετίες πριν μπει στο ευρώ χωρίς να κινδυνεύει από χρεωκοπία.
Τέλος το έλλειμμα του κράτους δεν αποτελεί ταμπού. Αν το κράτος σπαταλά τα έσοδά του σε «ημετέρους», σε κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και μεγαλοεργολάβους και γενικά στο «τάϊσμα» της κομματικής ολιγαρχίας, τότε τα ελλείμματά του είναι εκ φύσεως παρασιτικά και αποτελούν μεγάλο βραχνά για την οικονομία. Αντίθετα, αν το έλλειμμα του κράτους εντάσσεται σε ένα ευρύ δημοκρατικό σχέδιο επενδύσεων στην παραγωγή που εξασφαλίζει για τον εργαζόμενο πληθυσμό σταθερή απασχόληση με αξιοπρεπείς αμοιβές και στην οικονομία ως σύνολο νέο εισόδημα, τότε μπορεί να αποτελέσει έναν από τους στυλοβάτες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Τι θα γίνει όμως με τους γύπες της αγοράς;
Μόνο με την μονομερή άρνηση της πληρωμής του χρέους, δηλαδή με την άρνηση της χώρας να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές της, μπορούν να αντιμετωπιστούν και οι γύπες. Επίσης η αποχώρηση από την ευρωζώνη δεν παρέχει μόνο τη δυνατότητα να επανέλθουμε στο εθνικό νόμισμα και έτσι να αποκτήσουμε τον έλεγχο της οικονομίας μας, αλλά στερούμε και από τους γύπες την δυνατότητα να αξιοποιήσουν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια σε βάρος μας. Γι’ αυτό και το να πτωχεύσει η χώρα εντός του ευρώ είναι ειδικά γι’ αυτά τα επενδυτικά κεφάλαια η πιο πρόσφορη και ενδεδειγμένη λύση για την οποία πληρώνουν αδρά για να την προπαγανδίζουν πολλοί «αδέκαστοι» δημοσιολόγοι.
Όμως μια επαναφορά στο εθνικό νόμισμα δεν σημαίνει διαρκείς υποτιμήσεις και γενικά οικονομική καταστροφή;
Δεν είναι αλήθεια. Η Ελλάδα πριν μπει στο ευρώ υπέστη με τους χειρότερους δυνατούς όρους πάνω από 12 επίσημες υποτιμήσεις της δραχμής σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο. Καμιά απ’ αυτές δεν την οδήγησε στη χρεωκοπία. Η επαναφορά στο εθνικό νόμισμα δεν θα γίνει για να την διαθέσουμε βορά στους κερδοσκόπους της παγκόσμιας αγοράς συναλλάγματος, όπως έκαναν ανέκαθεν οι κυβερνήσεις αυτής της χώρας. Γίνεται για να λυτρωθούμε από τις διαρκείς πιέσεις της κερδοσκοπίας, για να ελέγξουμε την οικονομία μας, για να χρηματοδοτήσουμε την παραγωγική της ανάπτυξη, για να στηρίξουμε το λαϊκό εισόδημα, για να αναπροσανατολίσουμε το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας.
Το αν μια υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος είναι καταστροφική ή ενεργητική για την παραγωγή και τα εισοδήματα εξαρτάται από τις πολιτικές που το υποστηρίζουν. Αν συνοδεύεται με πολιτικές σκληρής λιτότητας, παραγωγικής αποεπένδυσης και διάλυσης του κοινωνικού κράτους στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», τότε οδηγεί πράγματι στην καταστροφή. Αν γίνεται για να χρηματοδοτηθεί η παραγωγή και οι εξαγωγές της, αν συνοδεύεται με ισχυρές πολιτικές κοινωνικής προστασίας και στήριξης του λαϊκού εισοδήματος, τότε ακόμη και μια απρόσμενη μεγάλη υποτίμηση δεν θα επιφέρει σοβαρή ζημιά στην οικονομία και την κοινωνία.
Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν θα καταρρεύσει;
Το σίγουρο είναι ότι ήδη οι τράπεζες είναι ήδη υπό κατάρρευση. Ο μόνος τρόπος για να διασωθούν, μαζί με τις λαϊκές αποταμιεύσεις και καταθέσεις, είναι η εθνικοποίηση των βασικών τραπεζών και η μεταστροφή τους από ιδρύματα σαράφικης εκμετάλλευσης της επιχείρησης και του νοικοκυριού, σε μοχλούς αναδιοργάνωσης και αναπτυξιακής στήριξης της μικρής και μεσαίας επιχείρησης, του ατομικού παραγωγού και επιχειρηματία, καθώς και του νοικοκυριού. Μόνο με τις τράπεζες στα χέρια του κράτους μπορεί να ελεγχθεί και η ροή κεφαλαίου στο εξωτερικού που αποτελεί εδώ και χρόνια μια από τις πιο μεγάλες πληγές της ελληνικής οικονομίας.
Η μονομερής άρνηση της πληρωμής του χρέους, όπως κι αν την δει κανείς είναι η μόνη λύση για να διασωθεί η χώρα από την πτώχευση και την καταστροφή. Είναι ο μόνος τρόπος για να διασώσουν οι εργαζόμενοι τα εισοδήματά τους, τη δουλειά τους, τις συντάξεις και τα δικαιώματά τους. Είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει προοπτική για τους νέους, τους αγρότες, τους μικρομεσαίους, για την ίδια τη χώρα. Η στάση απέναντι σε αυτό το ζήτημα κρίνει ποιος είναι με ποιον, ποιος πραγματικά παλεύει για τη διάσωση της χώρας και του λαού.
10/5/2010 Δημήτρης Καζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου