Γενική απεργία. Του Απόστολου Λυκεσά
Λένε ότι η απεργία ως μέσο πάλης πέθανε. Το λένε αυτοί που δεν κλαίνε όταν αργοπεθαίνεις.
Λένε πως η απεργία δεν έχει νόημα, καλύτερα μείνε στο σπίτι, να κάνεις
like στον υπολογιστή. Το λένε αυτοί που με ένα κλικ σου παίρνουν το
σπίτι.
Λένε ότι οι συνδικαλιστές είναι ξεπουλημένοι και τους «καταγγέλλουν» αυτοί που τους εξαγόρασαν.
Λένε ότι η απεργία δεν έχει κανένα νόημα, άλλαξαν οι καιροί, και το
λένε αυτοί που στήνουν καρτέρι να δουν πόση ώρα χάνεις στην τουαλέτα.
Σκίζουν τα ρούχα τους, φτύνουν και λυσσάνε κατά της απεργίας, βάζουν
γραφιάδες να τραμπουκίζουν με λέξεις τυλιγάδια, στρεψοδίκες
επιχειρηματολογούν, σουφρώνουν τα χείλη τους, «μα είναι καιρός για
απεργίες τώρα;», κι είναι που δεν τολμούν να πουν πως θα ’θελαν να
ρίξουν ξύδι, στο αίμα των παππούδων σου, στων πατεράδων μας τα κόκκαλα,
που κατέβηκαν σε απεργίες αιματηρές για να βγούμε από τον βούρκο.
Λυσσομανάνε κατά της απεργίας, φωτοθύελλες στα στούντιο, λιμοκοντόροι
φαύλοι και ξεδιάντροποι, «αλλάξανε οι εποχές» τσιροκοπάνε, το κνούτο
έγινε κλομπ, να πέσουμε στα γόνατα, να έρπουμε και να γλύφουμε,
υστερικοί, να δοξολογούμε πως μόνο ο μουγγός δούλος δουλειά θα έχει, κι ο
δούλος ο μουγγός δεν απεργεί, είναι «καλός» εργάτης, τόσο «καλός» που
μόνος του αυτοκτονεί.
«Θα χάσεις το μεροκάματο» σφυράνε οι σμέρνες των τραπεζοθυρίδων, αυτοί
που κάνανε της κοινωνίας τον ιδρώτα άϋλους τίτλους, χρηματιστηριακούς,
που με τα μούτρα πέσανε, στο μούχτι του πλανήτη.
Εσύ, μην απεργείς, θα κουνηθούν οι πολυέλαιοι, τέτοιο κήρυγμα υστερικό,
τα υποπόδια των αφεντάδων, «μην απεργείς», κάνε κέηκ σοκολάτα, το
βράδυ, να το πάει η κόρη σου στο αφεντικό, να το χαρούνε αντάμα, σκέψου
ό,τι θες, σκύψε το κεφάλι
αλλά, προς θεού, μην απεργείς.
Λένε, μην απεργείς, γιατί πικρά θα κλάψεις, κι εννοούν ότι γελάς όταν
στ΄ αφεντικό δουλεύεις, απλήρωτα δωδεκάωρα, μήνες ολόκληρους, τόσους,
που κι εσύ στο τέλος τους ξεχνάς, κι αρχίζεις τα ψέματα στον εαυτό σου.
Λένε μην απεργείς, αν την δουλειά σου εσύ δεν χάνεις, τι σε κόφτει αν
θα την χάσουν άλλοι, κι άλλους δεν βρίσκεις πια όταν εσύ την χάνεις, μια
παρηγόρια να σου πουν.
«Μην απεργείς, εσύ δεν είσαι εργάτης, είσαι υπάλληλος», κι έτσι
βαφτισμένος και καημένος, κορδώνεσαι, υπάλληλος μπορεί να γίνεις ακόμη
και δημόσιος. Άμα τον γάιδαράκο σου τον δέσεις, τι σε κόφτει, άμα
φιμωμένο κι εσένανε, σαν Μέντιο αλλά με θέσεις, σε κατάντησαν;
Γι αυτό απεργώ
Γιατί μας στέρησαν την ελπίδα, τη δουλειά, τις σπουδές, την υγεία,
τη χαρά, τον έρωτα, τη φαντασία, τα όνειρα, την πίστη στη δικαιοσύνη και
το δίκιο
Γιατί μας κατάντησαν υπηκόους, μιας χώρας παραδομένης σε ξένους και δανειστές
Γιατί αποφασίζουν για το μέλλον μας με αδιαφανείς τρόπους και νομικίστικα τερτίπια
Γιατί, εδώ και πέντε χρόνια, όρισαν οι ίδιοι τον εαυτό τους για σωτήρες
χωρίς κανείς να τους το έχει ζητήσει ή να έχει ψηφίσει γι’ αυτό
Γιατί όλο απαιτούν και ποτέ δεν επιστρέφουν τα οφειλόμενα. Φόροι,
φόροι, φόροι από έναν λαό που δεν έχει τίποτα άλλο να δώσει αφού
ξεπούλησε το σπίτι, τα χρυσαφικά, το χωράφι. Αυτοί όμως θέλουν ακόμα και
το βρακί μας, κι ας είν’ και λερωμένο
Γιατί βαφτίζουν τις εγκληματικές τους αποφάσεις «κάπως», για να μην γίνεται κατανοητό για ποιο πράγμα πρόκειται
Γιατί φτωχούς και πένητες που μας κατάντησαν δεν τολμούμε να κοιτάξουμε
στα μάτια γυναίκα και παιδιά επειδή δεν έχουμε να προσφέρουμε ένα
κουλούρι ή ένα λουλούδι
Γιατί κλαίω τους γέροντες και ντρεπόμαστε που βρεθήκαμε στην ανάγκη να
ταΐζουν την οικογένεια των παιδιών τους, με την όποια σύνταξή τους
Γιατί γυρνάμε αλλού το κεφάλι στον ηλικιωμένο ζητιάνο, στον ανάπηρο αλλοδαπό
Γιατί αφήσαμε να μας ταΐζουν σκουπίδια τα κανάλια, αντί να κλείσουμε το
χαζοκούτι και να πάψουμε να βαθουλώνουμε τους καναπέδες απ’ τις πολλές
ώρες τηλεθέασης
Γιατί δεν ζούμε τον έρωτα, σαν να μην ζήσαμε πουθενά αλλού, παρά μόνο σ’ αυτή την ανελέητη μαυρίλα
Γιατί αν εγώ, εσύ, ο πολίτης χρειαστούμε νοσοκομείο για σοβαρή ή όχι
περίσταση, θα πρέπει να μετρήσουμε τα φράγκα και να εναποθέσουμε τις
ελπίδες μας για ίαση στον πατριωτισμό των γιατρών, των νοσηλευτών και
όσων αντέχουν ακόμα να εργάζονται για τη δημόσια υγεία .
Απεργώ
Γιατί άνθρωποι αυτοκτόνησαν από ντροπή και απελπισία όχι επειδή οι
ίδιοι δεν τα κατάφεραν καλά στη ζωή τους, αλλά γιατί οι κυβερνώντες τους
οδήγησαν στο γκρεμό
Απεργώ
Γιατί αρκετοί κατέκλεψαν τον τόπο χρησιμοποιώντας όποιον τρόπο
νομιμοφανή ή παράνομο μπόρεσαν. Και δεν τιμωρήθηκαν αν και
γνωστοποιήθηκαν τα παιχνίδια τους
Γιατί την ώρα που μιλάμε ή χαζολογάμε, κάποιος δυστυχεί, παγώνει απ’ το
κρύο, πεθαίνει δολοφονημένος απ’ τα «μέτρα που έπρεπε να ληφθούν πριν
σαράντα χρόνια»
Γιατί μας κατάντησαν μίζερους, μνησίκακους, οπορτουνιστές
Γιατί πρέπει να τους δείξουμε τον θυμό και την οργή μας
Γιατί μας τσαλάκωσαν και, λίγο έλειψε, να μας πείσουν ότι είμαστε καλά
Γιατί θέλω να θυμόμαστε ότι η απεργία είναι δικαίωμα και διεκδίκηση. Το
μόνο όπλο που διαθέτουμε για να προστατευτούμε απ’ την καταστροφή.
Λένε ότι η απεργία ως μέσο πάλης πέθανε. Το λένε αυτοί που δεν κλαίνε όταν αργοπεθαίνεις.
Λένε πως η απεργία δεν έχει νόημα, καλύτερα μείνε στο σπίτι, να κάνεις like στον υπολογιστή. Το λένε αυτοί που με ένα κλικ σου παίρνουν το σπίτι.
Λένε ότι οι συνδικαλιστές είναι ξεπουλημένοι και τους «καταγγέλλουν» αυτοί που τους εξαγόρασαν.
Λένε ότι η απεργία δεν έχει κανένα νόημα, άλλαξαν οι καιροί, και το λένε αυτοί που στήνουν καρτέρι να δουν πόση ώρα χάνεις στην τουαλέτα.
Σκίζουν τα ρούχα τους, φτύνουν και λυσσάνε κατά της απεργίας, βάζουν γραφιάδες να τραμπουκίζουν με λέξεις τυλιγάδια, στρεψοδίκες επιχειρηματολογούν, σουφρώνουν τα χείλη τους, «μα είναι καιρός για απεργίες τώρα;», κι είναι που δεν τολμούν να πουν πως θα ’θελαν να ρίξουν ξύδι, στο αίμα των παππούδων σου, στων πατεράδων μας τα κόκκαλα, που κατέβηκαν σε απεργίες αιματηρές για να βγούμε από τον βούρκο.
Λυσσομανάνε κατά της απεργίας, φωτοθύελλες στα στούντιο, λιμοκοντόροι φαύλοι και ξεδιάντροποι, «αλλάξανε οι εποχές» τσιροκοπάνε, το κνούτο έγινε κλομπ, να πέσουμε στα γόνατα, να έρπουμε και να γλύφουμε, υστερικοί, να δοξολογούμε πως μόνο ο μουγγός δούλος δουλειά θα έχει, κι ο δούλος ο μουγγός δεν απεργεί, είναι «καλός» εργάτης, τόσο «καλός» που μόνος του αυτοκτονεί.
«Θα χάσεις το μεροκάματο» σφυράνε οι σμέρνες των τραπεζοθυρίδων, αυτοί που κάνανε της κοινωνίας τον ιδρώτα άϋλους τίτλους, χρηματιστηριακούς, που με τα μούτρα πέσανε, στο μούχτι του πλανήτη.
Εσύ, μην απεργείς, θα κουνηθούν οι πολυέλαιοι, τέτοιο κήρυγμα υστερικό, τα υποπόδια των αφεντάδων, «μην απεργείς», κάνε κέηκ σοκολάτα, το βράδυ, να το πάει η κόρη σου στο αφεντικό, να το χαρούνε αντάμα, σκέψου ό,τι θες, σκύψε το κεφάλι
αλλά, προς θεού, μην απεργείς.
Λένε, μην απεργείς, γιατί πικρά θα κλάψεις, κι εννοούν ότι γελάς όταν στ΄ αφεντικό δουλεύεις, απλήρωτα δωδεκάωρα, μήνες ολόκληρους, τόσους, που κι εσύ στο τέλος τους ξεχνάς, κι αρχίζεις τα ψέματα στον εαυτό σου.
Λένε μην απεργείς, αν την δουλειά σου εσύ δεν χάνεις, τι σε κόφτει αν θα την χάσουν άλλοι, κι άλλους δεν βρίσκεις πια όταν εσύ την χάνεις, μια παρηγόρια να σου πουν.
«Μην απεργείς, εσύ δεν είσαι εργάτης, είσαι υπάλληλος», κι έτσι βαφτισμένος και καημένος, κορδώνεσαι, υπάλληλος μπορεί να γίνεις ακόμη και δημόσιος. Άμα τον γάιδαράκο σου τον δέσεις, τι σε κόφτει, άμα φιμωμένο κι εσένανε, σαν Μέντιο αλλά με θέσεις, σε κατάντησαν;
Γι αυτό απεργώ
Γιατί μας στέρησαν την ελπίδα, τη δουλειά, τις σπουδές, την υγεία, τη χαρά, τον έρωτα, τη φαντασία, τα όνειρα, την πίστη στη δικαιοσύνη και το δίκιο
Γιατί μας κατάντησαν υπηκόους, μιας χώρας παραδομένης σε ξένους και δανειστές
Γιατί αποφασίζουν για το μέλλον μας με αδιαφανείς τρόπους και νομικίστικα τερτίπια
Γιατί, εδώ και πέντε χρόνια, όρισαν οι ίδιοι τον εαυτό τους για σωτήρες χωρίς κανείς να τους το έχει ζητήσει ή να έχει ψηφίσει γι’ αυτό
Γιατί όλο απαιτούν και ποτέ δεν επιστρέφουν τα οφειλόμενα. Φόροι, φόροι, φόροι από έναν λαό που δεν έχει τίποτα άλλο να δώσει αφού ξεπούλησε το σπίτι, τα χρυσαφικά, το χωράφι. Αυτοί όμως θέλουν ακόμα και το βρακί μας, κι ας είν’ και λερωμένο
Γιατί βαφτίζουν τις εγκληματικές τους αποφάσεις «κάπως», για να μην γίνεται κατανοητό για ποιο πράγμα πρόκειται
Γιατί φτωχούς και πένητες που μας κατάντησαν δεν τολμούμε να κοιτάξουμε στα μάτια γυναίκα και παιδιά επειδή δεν έχουμε να προσφέρουμε ένα κουλούρι ή ένα λουλούδι
Γιατί κλαίω τους γέροντες και ντρεπόμαστε που βρεθήκαμε στην ανάγκη να ταΐζουν την οικογένεια των παιδιών τους, με την όποια σύνταξή τους
Γιατί γυρνάμε αλλού το κεφάλι στον ηλικιωμένο ζητιάνο, στον ανάπηρο αλλοδαπό
Γιατί αφήσαμε να μας ταΐζουν σκουπίδια τα κανάλια, αντί να κλείσουμε το χαζοκούτι και να πάψουμε να βαθουλώνουμε τους καναπέδες απ’ τις πολλές ώρες τηλεθέασης
Γιατί δεν ζούμε τον έρωτα, σαν να μην ζήσαμε πουθενά αλλού, παρά μόνο σ’ αυτή την ανελέητη μαυρίλα
Γιατί αν εγώ, εσύ, ο πολίτης χρειαστούμε νοσοκομείο για σοβαρή ή όχι περίσταση, θα πρέπει να μετρήσουμε τα φράγκα και να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας για ίαση στον πατριωτισμό των γιατρών, των νοσηλευτών και όσων αντέχουν ακόμα να εργάζονται για τη δημόσια υγεία .
Απεργώ
Γιατί άνθρωποι αυτοκτόνησαν από ντροπή και απελπισία όχι επειδή οι ίδιοι δεν τα κατάφεραν καλά στη ζωή τους, αλλά γιατί οι κυβερνώντες τους οδήγησαν στο γκρεμό
Απεργώ
Γιατί αρκετοί κατέκλεψαν τον τόπο χρησιμοποιώντας όποιον τρόπο νομιμοφανή ή παράνομο μπόρεσαν. Και δεν τιμωρήθηκαν αν και γνωστοποιήθηκαν τα παιχνίδια τους
Γιατί την ώρα που μιλάμε ή χαζολογάμε, κάποιος δυστυχεί, παγώνει απ’ το κρύο, πεθαίνει δολοφονημένος απ’ τα «μέτρα που έπρεπε να ληφθούν πριν σαράντα χρόνια»
Γιατί μας κατάντησαν μίζερους, μνησίκακους, οπορτουνιστές
Γιατί πρέπει να τους δείξουμε τον θυμό και την οργή μας
Γιατί μας τσαλάκωσαν και, λίγο έλειψε, να μας πείσουν ότι είμαστε καλά
Γιατί θέλω να θυμόμαστε ότι η απεργία είναι δικαίωμα και διεκδίκηση. Το μόνο όπλο που διαθέτουμε για να προστατευτούμε απ’ την καταστροφή.
Λένε πως η απεργία δεν έχει νόημα, καλύτερα μείνε στο σπίτι, να κάνεις like στον υπολογιστή. Το λένε αυτοί που με ένα κλικ σου παίρνουν το σπίτι.
Λένε ότι οι συνδικαλιστές είναι ξεπουλημένοι και τους «καταγγέλλουν» αυτοί που τους εξαγόρασαν.
Λένε ότι η απεργία δεν έχει κανένα νόημα, άλλαξαν οι καιροί, και το λένε αυτοί που στήνουν καρτέρι να δουν πόση ώρα χάνεις στην τουαλέτα.
Σκίζουν τα ρούχα τους, φτύνουν και λυσσάνε κατά της απεργίας, βάζουν γραφιάδες να τραμπουκίζουν με λέξεις τυλιγάδια, στρεψοδίκες επιχειρηματολογούν, σουφρώνουν τα χείλη τους, «μα είναι καιρός για απεργίες τώρα;», κι είναι που δεν τολμούν να πουν πως θα ’θελαν να ρίξουν ξύδι, στο αίμα των παππούδων σου, στων πατεράδων μας τα κόκκαλα, που κατέβηκαν σε απεργίες αιματηρές για να βγούμε από τον βούρκο.
Λυσσομανάνε κατά της απεργίας, φωτοθύελλες στα στούντιο, λιμοκοντόροι φαύλοι και ξεδιάντροποι, «αλλάξανε οι εποχές» τσιροκοπάνε, το κνούτο έγινε κλομπ, να πέσουμε στα γόνατα, να έρπουμε και να γλύφουμε, υστερικοί, να δοξολογούμε πως μόνο ο μουγγός δούλος δουλειά θα έχει, κι ο δούλος ο μουγγός δεν απεργεί, είναι «καλός» εργάτης, τόσο «καλός» που μόνος του αυτοκτονεί.
«Θα χάσεις το μεροκάματο» σφυράνε οι σμέρνες των τραπεζοθυρίδων, αυτοί που κάνανε της κοινωνίας τον ιδρώτα άϋλους τίτλους, χρηματιστηριακούς, που με τα μούτρα πέσανε, στο μούχτι του πλανήτη.
Εσύ, μην απεργείς, θα κουνηθούν οι πολυέλαιοι, τέτοιο κήρυγμα υστερικό, τα υποπόδια των αφεντάδων, «μην απεργείς», κάνε κέηκ σοκολάτα, το βράδυ, να το πάει η κόρη σου στο αφεντικό, να το χαρούνε αντάμα, σκέψου ό,τι θες, σκύψε το κεφάλι
αλλά, προς θεού, μην απεργείς.
Λένε, μην απεργείς, γιατί πικρά θα κλάψεις, κι εννοούν ότι γελάς όταν στ΄ αφεντικό δουλεύεις, απλήρωτα δωδεκάωρα, μήνες ολόκληρους, τόσους, που κι εσύ στο τέλος τους ξεχνάς, κι αρχίζεις τα ψέματα στον εαυτό σου.
Λένε μην απεργείς, αν την δουλειά σου εσύ δεν χάνεις, τι σε κόφτει αν θα την χάσουν άλλοι, κι άλλους δεν βρίσκεις πια όταν εσύ την χάνεις, μια παρηγόρια να σου πουν.
«Μην απεργείς, εσύ δεν είσαι εργάτης, είσαι υπάλληλος», κι έτσι βαφτισμένος και καημένος, κορδώνεσαι, υπάλληλος μπορεί να γίνεις ακόμη και δημόσιος. Άμα τον γάιδαράκο σου τον δέσεις, τι σε κόφτει, άμα φιμωμένο κι εσένανε, σαν Μέντιο αλλά με θέσεις, σε κατάντησαν;
Γι αυτό απεργώ
Γιατί μας στέρησαν την ελπίδα, τη δουλειά, τις σπουδές, την υγεία, τη χαρά, τον έρωτα, τη φαντασία, τα όνειρα, την πίστη στη δικαιοσύνη και το δίκιο
Γιατί μας κατάντησαν υπηκόους, μιας χώρας παραδομένης σε ξένους και δανειστές
Γιατί αποφασίζουν για το μέλλον μας με αδιαφανείς τρόπους και νομικίστικα τερτίπια
Γιατί, εδώ και πέντε χρόνια, όρισαν οι ίδιοι τον εαυτό τους για σωτήρες χωρίς κανείς να τους το έχει ζητήσει ή να έχει ψηφίσει γι’ αυτό
Γιατί όλο απαιτούν και ποτέ δεν επιστρέφουν τα οφειλόμενα. Φόροι, φόροι, φόροι από έναν λαό που δεν έχει τίποτα άλλο να δώσει αφού ξεπούλησε το σπίτι, τα χρυσαφικά, το χωράφι. Αυτοί όμως θέλουν ακόμα και το βρακί μας, κι ας είν’ και λερωμένο
Γιατί βαφτίζουν τις εγκληματικές τους αποφάσεις «κάπως», για να μην γίνεται κατανοητό για ποιο πράγμα πρόκειται
Γιατί φτωχούς και πένητες που μας κατάντησαν δεν τολμούμε να κοιτάξουμε στα μάτια γυναίκα και παιδιά επειδή δεν έχουμε να προσφέρουμε ένα κουλούρι ή ένα λουλούδι
Γιατί κλαίω τους γέροντες και ντρεπόμαστε που βρεθήκαμε στην ανάγκη να ταΐζουν την οικογένεια των παιδιών τους, με την όποια σύνταξή τους
Γιατί γυρνάμε αλλού το κεφάλι στον ηλικιωμένο ζητιάνο, στον ανάπηρο αλλοδαπό
Γιατί αφήσαμε να μας ταΐζουν σκουπίδια τα κανάλια, αντί να κλείσουμε το χαζοκούτι και να πάψουμε να βαθουλώνουμε τους καναπέδες απ’ τις πολλές ώρες τηλεθέασης
Γιατί δεν ζούμε τον έρωτα, σαν να μην ζήσαμε πουθενά αλλού, παρά μόνο σ’ αυτή την ανελέητη μαυρίλα
Γιατί αν εγώ, εσύ, ο πολίτης χρειαστούμε νοσοκομείο για σοβαρή ή όχι περίσταση, θα πρέπει να μετρήσουμε τα φράγκα και να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας για ίαση στον πατριωτισμό των γιατρών, των νοσηλευτών και όσων αντέχουν ακόμα να εργάζονται για τη δημόσια υγεία .
Απεργώ
Γιατί άνθρωποι αυτοκτόνησαν από ντροπή και απελπισία όχι επειδή οι ίδιοι δεν τα κατάφεραν καλά στη ζωή τους, αλλά γιατί οι κυβερνώντες τους οδήγησαν στο γκρεμό
Απεργώ
Γιατί αρκετοί κατέκλεψαν τον τόπο χρησιμοποιώντας όποιον τρόπο νομιμοφανή ή παράνομο μπόρεσαν. Και δεν τιμωρήθηκαν αν και γνωστοποιήθηκαν τα παιχνίδια τους
Γιατί την ώρα που μιλάμε ή χαζολογάμε, κάποιος δυστυχεί, παγώνει απ’ το κρύο, πεθαίνει δολοφονημένος απ’ τα «μέτρα που έπρεπε να ληφθούν πριν σαράντα χρόνια»
Γιατί μας κατάντησαν μίζερους, μνησίκακους, οπορτουνιστές
Γιατί πρέπει να τους δείξουμε τον θυμό και την οργή μας
Γιατί μας τσαλάκωσαν και, λίγο έλειψε, να μας πείσουν ότι είμαστε καλά
Γιατί θέλω να θυμόμαστε ότι η απεργία είναι δικαίωμα και διεκδίκηση. Το μόνο όπλο που διαθέτουμε για να προστατευτούμε απ’ την καταστροφή.